Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Ευρώπη βρίσκεται στη δίνη μιας στεγαστικής κρίσης καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών αγωνίζεται πλέον να αντέξει οικονομικά το αυξανόμενο κόστος στέγασης. Στην ΕΕ συνολικά, μεταξύ 2010 και 2019, το κόστος στέγασης αυξήθηκε κατά 8% για τους ιδιοκτήτες κατοικιών και κατά 23% για τους ενοικιαστές. Ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα οι ενοικιαστές έρχονται αντιμέτωποι με σοβαρή έλλειψη προσφοράς ακινήτων που ωθεί τις τιμές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Όταν η στέγαση παύει να είναι προσιτή, αυξάνεται η οικονομική ανασφάλεια, η οικονομική πίεση για τα νοικοκυριά αλλά και το ποσοστό των αστέγων. Από τους Ευρωπαίους που δαπανούν τουλάχιστον το 40% του εισοδήματός τους για στέγαση το 60% αναφέρει ότι δυσκολεύεται γενικά να τα βγάλει πέρα.
Η ακριβή στέγη επηρεάζει ιδιαίτερα τη νέα γενιά καθώς αποθαρρύνει τους νέους να φύγουν από το γονικό τους σπίτι και να μετακομίσουν εύκολα για ανεύρεση εργασίας ή για επιπλέον εκπαίδευση ή κατάρτιση (είτε εντός της χώρας είτε και εντός της Ένωσης). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαιωνίζονται οι ανισότητες καθώς η αύξηση των ενοικίων επηρεάζει δυσανάλογα τους νέους χωρίς οικογενειακό πλούτο. Από το 2010 έως το 2019, η Ισπανία, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ελλάδα και η Ιρλανδία παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση (από 6% και πάνω) στο ποσοστό των νέων ενήλικων (25–34 ετών) που μένουν ακόμη με τους γονείς τους.
Μία νέα έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Εργασίας και Διαβίωσης, χαρτογραφεί τις αγορές κατοικιών στην ΕΕ με στόχο να υπογραμμίσει τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ένωση. Σύμφωνα με την έρευνα ,στο σύνολο της ΕΕ την τελευταία δεκαετία, η ιδιοκτησία σπιτιού μειώθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των νέων και των ομάδων χαμηλού εισοδήματος. Ειδικά μετά την οικονομική κρίση (2007–2009), ο δανεισμός περιορίστηκε σε νοικοκυριά που είναι πιο πιθανό να είναι σε θέση να αποπληρώσουν στεγαστικά δάνεια μειώνοντάς τις ευκαιρίες για άτομα με χαμηλούς μισθούς και με προσωρινές συμβάσεις- κυρίως δηλαδή νέους ενήλικες. Συνολικά στην ΕΕ, η ιδιοκατοίκηση σήμερα είναι λιγότερο συχνή (51,3%) μεταξύ των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια – με εισόδημα κάτω του 60% του εθνικού μέσου εισοδήματος – από ότι μεταξύ άλλων (73,5%).
Επίσης στο σύνολο της ΕΕ, μεταξύ 2010 και 2019, το ποσοστό των νέων ενήλικων που νοικιάζει την κατοικία του αυξήθηκε. Αύξηση σημειώθηκε και στο κόστος στέγασης για τους ενοικιαστές. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις στο κόστος στέγασης των ενοικιαστών (άνω του 40%) καταγράφηκαν σε Πορτογαλία, Πολωνία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Εσθονία και Λετονία. Στην Ελλάδα, στη ραγδαία αυτή αύξηση των ενοικίων συνέβαλαν σημαντικά και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις. Συγκεκριμένα, μόνο μεταξύ Ιουνίου 2018 και Μαΐου 2019 διατέθηκαν για βραχυχρόνια μίσθωση 170.542 ακίνητα μέσω πλατφορμών κοινής χρήσης σπιτιού (όπως η Airbnb).
Η τωρινή οικονομική συγκυρία δε φαίνεται όμως να επηρεάζει μόνο τους ενοικιαστές. Τα υψηλά κόστη ενέργειας και η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζουν σημαντικά και τους ιδιοκτήτες. Ακόμη και αυτοί που δεν έχουν στεγαστικό δάνειο, συχνά δεν μπορούν να θερμάνουν επαρκώς τα σπίτια τους λόγω κακής ενεργειακής απόδοσης τους και λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων (τουλάχιστον 15% των ιδιοκτητών στις Βουλγαρία, Λιθουανία, Πορτογαλία, Κύπρο και Ελλάδα).
Τι μπορεί να γίνει στην ΕΕ για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα; Στις 21 Ιανουαρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα με το οποίο καλεί τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν την κατάλληλη στέγαση ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που μπορεί να επιβληθεί δια νόμου. Η ανεπαρκής στέγαση εκτιμάται ότι κοστίζει στις οικονομίες της ΕΕ 195 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Η στεγαστική πολιτική ωστόσο οργανώνεται σε εθνικό επίπεδο με τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ να διαθέτουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων. Πολλές φορές τα μέτρα απευθύνονται σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες πχ επιδόματα ενοικίου σε πολίτες που πρέπει να εγκατασταθούν αλλού για εργασία, μακροχρόνια άνεργους. Όμως όλο και περισσότερα νοικοκυριά τείνουν να έχουν ανεπαρκές εισόδημα για να καλύψουν το αυξανόμενο κόστος στέγασης, αλλά ταυτόχρονα το εισόδημα τους είναι αρκετά υψηλό έτσι ώστε μην θεωρούνται δικαιούχοι των διάφορων επιδομάτων στέγασης.
Κάποια συνήθη μέτρα που στοχεύουν στο να κάνουν την αγορά ακίνητων πιο προσιτή έχουν παράπλευρες αναδιανεμητικές επιπτώσεις εάν δεν συνοδεύονται από πιο ολοκληρωμένες στρατηγικές αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης. Για παράδειγμα αναφορικά με τα επιδόματα ενοικίου, οι ιδιοκτήτες εφόσον γνωρίζουν ότι οι ενοικιαστές λαμβάνουν το επίδομα έχουν τη δυνατότητα να το ενσωματώσουν στο ενοίκιο αναπροσαρμόζοντας το ύψος του. Τα φορολογικά κίνητρα για ιδιοκατοίκηση ή η επιδότηση στεγαστικών δανείων, συχνά ωφελούν περισσότερο νοικοκυριά υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων και όχι νοικοκυριά με πολύ περιορισμένους οικονομικούς πόρους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης δίνει τη δυνατότητα για το σχεδιασμό νέων στεγαστικών στρατηγικών. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Ισπανίας όπου με τη χρήση Ευρωπαϊκών πόρων 20.000 ενεργειακά αποδοτικές κατοικίες θα διατεθούν προς ενοικίαση ως κοινωνικές κατοικίες. Οι κατοικίες αυτές είναι της κρατικής τράπεζας Sareb στην οποία κατέληξαν χιλιάδες ακίνητα μετά από πλειστηριασμούς που ακολούθησαν την οικονομική κρίση. Η κατασκευή κοινωνικών κατοικιών για παραχώρηση ή μίσθωση σε ελεγχόμενο ενοίκιο είναι χρόνια στρατηγική σε κάποια κράτη μέλη της ΕΕ και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι δικαιούχοι δεν είναι μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά αλλά μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών (π.χ Αυστρία). Η μεταφορά τέτοιων πρακτικών προσαρμοσμένων στην ελληνική οικονομία (όπως το πρόγραμμά κοινωνική αντιπαροχή) αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την καταπολέμηση της στεγαστικής κρίσης.
* Η Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ
πηγή capital.gr