Αναδυόμενες ευπάθειες, οι οποίες χρήζουν στενής παρακολούθησης, εντοπίζει στην ελληνική αγορά ακινήτων το ΔΝΤ. Σε σχετική μελέτη, στην οποία προωθεί την επιβολή ορίων στα δάνεια για τη θωράκιση νοικοκυριών και τραπεζών, το ΔΝΤ επισημαίνει διάφορους δείκτες που δείχνουν ότι η αγορά είναι ήπια υπερτιμημένη.
Αναφέρει ότι οι τιμές των κατοικιών έχουν ανέβει σημαντικά τα τελευταία επτά χρόνια, συγκεκριμένα κατά τουλάχιστον 50% σε ονομαστικές και 35% σε πραγματικές τιμές από το 2017. Μάλιστα, δεδομένου ότι η αγορά εργασίας είναι ισχυρή και το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται, οι τιμές δεν δείχνουν σημάδια αποκλιμάκωσης.
Βέβαια, τονίζει το Ταμείο, υπήρξε ανταπόκριση από την πλευρά της προσφοράς, με αύξηση των επενδύσεων σε κατοικίες ως ποσοστού του ΑΕΠ και με διπλασιασμό των αδειών κατοικιών σε σύγκριση με το 2016, αν και ομολογουμένως ο πήχυς βρισκόταν πολύ χαμηλά.

Στο πλαίσιο προτάσεων για τον περιορισμό των συστημικών κινδύνων στη χώρα, το ΔΝΤ επισημαίνει ορισμένους δείκτες, οι οποίοι απαιτούν στενή παρακολούθηση. Τονίζει βέβαια ότι η έκθεση των νοικοκυριών και των τραπεζών στις ευπάθειες της αγοράς ακινήτων έχουν περιοριστεί σημαντικά από τη δεκαετία της κρίσης.
Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, τα δάνεια σε νοικοκυριά εξακολουθούν να αυξάνονται με χαμηλό ρυθμό, αλλά το ποσοστό των εκκρεμών χρεών στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. Επίσης, παρότι τα κριτήρια δανεισμού δεν έχουν αυστηροποιηθεί αισθητά από τις τράπεζες, υπάρχει ήδη αύξηση στον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα (DSTI- debt service to income), με την Ελλάδα να καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον δείκτη δανείου προς αξία ακινήτου (LTV – loan to value).
Το ΔΝΤ καταλήγει ότι οι επιμέρους δείκτες καταδεικνύουν ελαφρά υπερτίμηση της αγοράς, αλλά δεν υπάρχει λόγος μεγάλης ανησυχίας. Σημειώνει εξάλλου ότι η έκθεση των τραπεζών στην αγορά real estate είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και βέβαια μικρότερη σε σύγκριση με τα επίπεδα προ κρίσης.